- ἐπαοιδία
- ἐπαοιδίᾱ , ἐπαοιδίαfem nom/voc/acc dualἐπαοιδίᾱ , ἐπαοιδίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαοιδία — ἐπαοιδία, η (Α) μτγν. τ. αντί ἐπωδή (κατά τον Ησύχ.) «ἐπαοιδία φαρμακεία, γοητεία» … Dictionary of Greek
ἐπαοιδίᾳ — ἐπαοιδίᾱͅ , ἐπαοιδία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδίας — ἐπαοιδίᾱς , ἐπαοιδία fem acc pl ἐπαοιδίᾱς , ἐπαοιδία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδίαι — ἐπαοιδίᾱͅ , ἐπαοιδία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδίαν — ἐπαοιδίᾱν , ἐπαοιδία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδιῶν — ἐπαοιδία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαοιδίαις — ἐπαοιδία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)